- πανάθλιον
- πανάθλιοςall-wretchedmasc acc sgπανάθλιοςall-wretchedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вьсестрастьныи — (4*) пр. 1. Одержимый страстями: Сего ради да не будеть в васъ никто же всепагубно дерзъ. ласкордьству˫а на сластолюбие. грехолюбивъ. всестрастенъ. срамодушенъ. (ὑλοπαθής!) ФСт XIV, 100а. 2. Несчастный: О всестр(с)тьна˫а д҃ша. како ѹ˫азвисѩ. како … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… … Dictionary of Greek
κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… … Dictionary of Greek